αὔλακας

αὔλακας
αὖλαξ
furrow
fem acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • αύλακας — ο 1. αυλάκι αγρού 2. λιμάνι …   Dictionary of Greek

  • ήχου, εγγραφή — Σύνολο τεχνικών λειτουργιών που επιτρέπουν τη μεταφορά των χαρακτηριστικών του ήχου πάνω σε ένα κατάλληλο υλικό, ικανό να το διατηρεί και να το αναπαράγει. Η ε.ή. μπορεί να γίνει με μεθόδους οπτικο φωτογραφικές (που χρησιμοποιούνται για τον… …   Dictionary of Greek

  • κοιλάδα — Επιμήκης ύφεση της γήινης επιφάνειας μεταξύ δύο πλαγιών, μέσα στην οποία αποτίθενται συνήθως προσχώσεις ποικίλου πάχους. Στο βύθισμα αυτό, που μπορεί να έχει γραμμική διάταξη ή να είναι μια επίπεδη λωρίδα ευρύτερη ή στενότερη, ρέει συνήθως ένα… …   Dictionary of Greek

  • υφαλαύλακας — ο, και υφαλαύλακα, η, Ν αύλακας στον θαλάσσιο βυθό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ύφαλος + αύλακα / αύλακας] …   Dictionary of Greek

  • бразда — БРАЗД|А1 (8*), Ы с. Борозда. Образн.: Сн҃е не сѣи на браздахъ неправьды. и не пожьши ихъ седмерицею. (ἐπ’ αὔλακας) Изб 1076, 141; множащи б҃жствьноую пшеницю. бразды напа˫аѥмы˫а ѡ(т) оджени˫а нб҃снаго. СбТр XII/XIII, 111 об.; Нынѣ ратаи слова,… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • αύλακα — η και αύλακας, ο (AM αὖλαξ, Α και ἄλοξ και ὦλξ, μόνο στην αιτ. ὦλκα, ὦλκας) αυλάκι κήπου ή αγρού νεοελλ. 1. η αφρισμένη γραμμή που αφήνει πίσω του το πλοίο 2. τεχνητό ή φυσικό όρυγμα όρμου ή λιμανιού για τη διέλευση των πλοίων αρχ. 1. γλυφή 2.… …   Dictionary of Greek

  • εντανύω — (AM ἐντανύω) τεντώνω χορδή, νευρά τού τόξου, ιμάντα κ.λπ. αρχ. φρ. «ἐντανύω αὔλακας» χαράζω αυλάκια …   Dictionary of Greek

  • μυελικός — ή, ό [μυελός] (ανατ. ιατρ.) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον νωτιαίο μυελό ή τον μυελό τών οστών («μυελική νόσος») 2. φρ. α) «μυελική αύλακα» η πρώτη καταβολή τού κεντρικού νευρικού συστήματος τού έξω βλαστικού δέρματος στο έμβρυο β)… …   Dictionary of Greek

  • νευρικός — ή, ό, θηλ. και ιά (ΑΜ νευρικός, ή, όν) [νεύρον] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα νεύρα ή αυτός που προκαλείται από τα νεύρα (α. «νευρικό σύστημα» β. «νευρικός κλονισμός») 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα νευρικά οι παθήσεις τών νεύρων νεοελλ. 1 …   Dictionary of Greek

  • νυμφοϋμενικός — ή, ό ιατρ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον παρθενικό υμένα και στα μικρά χείλη τού γυναικείου αιδοίου 2. φρ. α) «νυμφοϋμενική αύλακα» αύλακα που χωρίζει την εξωτερική επιφάνεια τού παρθενικού υμένα από τα μικρά χείλη τού γυναικείου αιδοίου… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”